- τείνοντος
- τείνωstretchpres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεκτρέχω — ἐπεκτρέχω (Α) 1. τρέχω έξω εναντίον κάποιου («ἐπεκδραμόντες πελτασταῑς ἐκ τοῡ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντος τείχους», Ξεν.) 2. κάνω επιδρομή, εισβάλλω … Dictionary of Greek